- τουρκόπουλο
- [туркопуло] ουσ ο мальчик-турок.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
τουρκόπουλο — το, Ν 1. παιδί τουρκικής καταγωγής 2. (ιδίως) αγόρι τουρκικής καταγωγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + πουλο*] … Dictionary of Greek
τουρκόπουλο — το παιδί της τουρκικής εθνότητας, τουρκάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek